χιλιοστύς

χιλιοστύς
χῑλιοστύ̱ς , χιλιοστύς
body of a thousand
fem acc pl
χῑλιοστύς , χιλιοστύς
body of a thousand
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χιλιοστύς — και χιλιαστύς και χελληστύς, ύος, ἡ, Α 1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., τού οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη 2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι… …   Dictionary of Greek

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • χελληστυάρχας — ὁ, Α αρχηγός χελληστύος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελληστύς, βοιωτ. τ. τού χιλιοστύς + άρχᾱς / άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • χελληστύαρχος — ὁ, Α ο χελληστυάρχας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελληστύς, βοιωτ. τ. τού χιλιοστύς + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • χελληστύς — ύος, ἡ, Α βλ. χιλιοστύς …   Dictionary of Greek

  • χιλιαστύς — ύος, ἡ, Α βλ. χιλιοστύς …   Dictionary of Greek

  • χιλιοστύας — χῑλιοστύας , χιλιοστύς body of a thousand fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιοστύες — χῑλιοστύες , χιλιοστύς body of a thousand fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιοστύι — χῑλιοστύϊ , χιλιοστύς body of a thousand fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιοστύν — χῑλιοστύν , χιλιοστύς body of a thousand fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”